Η λέξη "grapa" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "grapa" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [ˈɡɾapa].
Η λέξη "grapa" αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί ή να ενώνει υλικά, συνήθως χαρτί. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραφειοκρατικά περιβάλλοντα και είναι ευρέως αναγνωρίσιμη σε καθημερινές καταστάσεις. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται στο γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης κοινό να ακούγεται στον προφορικό λόγο.
Συχνότητα χρήσης: Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, ειδικά σε επαγγελματικά και εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.
Ο φάκελος έχει μια συρραφή που τον κρατά κλειστό.
Necesito una grapa para juntar estos documentos.
Χρειάζομαι μια συρραφή για να ενώσω αυτά τα έγγραφα.
La grapa se ha soltado y las páginas están desordenadas.
Η λέξη "grapa" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις σχετικά με τη συνεκτικότητα ή τη σύνδεση περιεχομένου.
Να είσαι ενωμένος όπως μια συρραφή. (Μια έκφραση που αναφέρεται σε στενές σχέσεις ή συνεργασίες.)
"No dejar que se suelte la grapa de la confianza."
Να μην αφήσεις να χαλαρώσει η συρραφή της εμπιστοσύνης. (Αναφέρεται στη σημασία της διατήρησης των σχέσεων.)
"La vida a veces necesita una grapa para mantener todo en su lugar."
Η λέξη "grapa" προέρχεται από τη λατινική λέξη "grappa", που σημαίνει "σύρμα" ή "δέσιμο". Είναι κατασκευασμένη από μέταλλο ή άλλο υλικό και χρησιμοποιείται για την ένωση ή τη στερέωση αντικειμένων.
fijación (σταθεροποίηση)
Αντώνυμα: