Η λέξη "grasas" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός αριθμός του θηλυκού ουσιαστικού "grasa".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈɡɾasas/
Η λέξη "grasas" αναφέρεται σε λιπαρές ουσίες που βρίσκονται σε τρόφιμα ή σε διάφορες άλλες οργανικές συνθέσεις. Χρησιμοποιείται ευρέως στη διατροφή και τη μαγειρική, βασίζοντας την έννοια στην παρουσία λιπαρών οξέων. Στα ισπανικά, η λέξη "grasas" χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με τη διατροφή και την υγεία, και η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα.
Las grasas, cuando se consumen en exceso, pueden causar problemas de salud.
(Τα λίπη, όταν καταναλώνονται υπερβολικά, μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα υγείας.)
Es importante incluir grasas saludables en nuestra dieta.
(Είναι σημαντικό να περιλαμβάνονται υγιεινά λίπη στη διατροφή μας.)
Hay diferentes tipos de grasas, algunas son beneficiosas y otras no.
(Υπάρχουν διάφοροι τύποι λιπών, μερικά είναι ευεργετικά και άλλα όχι.)
Η λέξη "grasas" χρησιμοποιείται σε ελάχιστες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμπεριέχει εννοιολογικές αναφορές σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
No todas las grasas son malas para la salud.
(Όλα τα λίπη δεν είναι κακά για την υγεία.)
Una dieta balanceada incluye grasas, proteínas y carbohidratos.
(Μια ισορροπημένη διατροφή περιλαμβάνει λίπη, πρωτεΐνες και υδατάνθρακες.)
Evitar las grasas saturadas es recomendable para mantener una buena salud.
(Η αποφυγή των κορεσμένων λιπών είναι συνιστώμενη για να διατηρηθεί καλή υγεία.)
Η λέξη "grasa" προέρχεται από το λατινικό "grassa" που σημαίνει "παχύς" ή "λιπαρός". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την ιδέα της παχύτητας ή του πλούτου σε λιπαρές ουσίες.
Συνώνυμα: - Aceite (λάδι) - Lípidos (λιπίδια)
Αντώνυμα: - Agua (νερό) - Magra (άπαχη)