Λέξη: grasiento
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /ɡɾaˈsjento/
Η λέξη grasiento χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει πολλή λιπαρότητα ή είναι παχύ, συνήθως αναφερόμενη σε τροφές. Έχει έναν αρνητικό τόνο, υποδηλώνοντας ποσότητα ή ποιότητα που δεν είναι επιθυμητή. H χρήση της είναι συχνή και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένη σε ανεπίσημες συζητήσεις.
Este plato es muy grasiento y no lo quiero.
(Αυτό το πιάτο είναι πολύ λιπαρό και δεν το θέλω.)
El tocino es grasiento, pero a muchas personas les gusta.
(Το μπέικον είναι λιπαρό, αλλά σε πολλούς ανθρώπους αρέσει.)
Los alimentos grasientos pueden afectar la salud.
(Τα λιπαρά τρόφιμα μπορεί να επηρεάσουν την υγεία.)
Η λέξη grasiento δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες φράσεις όπου μπορεί να ενταχθεί:
No todo lo grasiento es malo para disfrutar.
(Δεν είναι όλα τα λιπαρά κακά για να απολαύσεις.)
¡Qué raro! A veces lo más grasiento es lo más delicioso.
(Τι παράξενο! Μερικές φορές το πιο λιπαρό είναι το πιο νόστιμο.)
Después de comer algo grasiento, necesito beber agua.
(Αφού φάω κάτι λιπαρό, χρειάζομαι να πιω νερό.)
Las comidas grasientas son un placer culpable.
(Τα λιπαρά φαγητά είναι μια ένοχη απόλαυση.)
Es difícil resistirse a la comida grasienta en fiestas.
(Είναι δύσκολο να αντισταθείς στα λιπαρά φαγητά σε πάρτι.)
Siempre tengo antojos de snacks grasientos.
(Πάντα έχω επιθυμία για λιπαρά σνακ.)
Η λέξη grasiento προέρχεται από τη βασική λέξη "grasa," η οποία στα Ισπανικά σημαίνει "λίπος" ή "λάδι," με την προσθήκη της κατάληξης "-iento," που δίνει μια χαρακτηριστική μορφή επίθετου.
Συνώνυμα: - Aceitoso (λαδωμένος) - Graso (λιπαρός)
Αντώνυμα: - Magro (άπαχο) - Delgado (λεπτός)