Το "graso" είναι επίθετο που χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "graso" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /ˈɡɾaso/
Η λέξη "graso" σημαίνει "λιπαρός" ή "παχύς". Συνδέεται συχνά με τρόφιμα που περιέχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να περιγράψει την κατάσταση του σώματος ή άλλες παρόμοιες έννοιες. Η συχνότητα χρήσης της είναι σημαντική, κυρίως σε γραπτό λόγο σχετικό με τη διατροφή, την ιατρική και τη φυσική κατάσταση, αλλά καταγράφεται και στον προφορικό λόγο.
"Το χοιρινό κρέας είναι πολύ λιπαρό."
"Es importante reducir el consumo de alimentos grasos."
"Είναι σημαντικό να μειωθεί η κατανάλωση λιπαρών τροφίμων."
"El médico le recomendó evitar lo graso en su dieta."
Στην ισπανική γλώσσα, οι λέξεις που σχετίζονται με το "graso" χρησιμοποιούνται και σε ιδιωματικές εκφράσεις:
"Βρίσκομαι σε ένα παχύ πρόβλημα." (μεταφορική έννοια, για να δηλώσει σοβαρή κατάσταση)
"Hacer un día graso."
"Κάνω μια λιπαρή μέρα." (αναφέρεται σε μια μέρα με πολλές απολαυστικές τροφές)
"Cortar lo graso."
"Κόβω το λιπαρό." (σημαίνει να διακόψεις κάτι κακό ή επιβλαβές)
"Graso como un cerdo."
"Λιπαρός σαν χοίρος." (εκφραστική φράση που περιγράφει υπερβολικό βάρος)
"Besar lo graso."
Η λέξη "graso" προέρχεται από τα Λατινικά "grāsus", που σημαίνει "λιπαρός".
Συνώνυμα: - "grueso" (παχύς) - "obeso" (παχύσαρκος)
Αντώνυμα: - "delgado" (λεπτός) - "esbelto" (κομψός)