Ρήμα
/ɡɾa.ti.fiˈkaɾ/
Η λέξη "gratificar" σημαίνει να ικανοποιείς ή να επιβραβεύεις κάποιον, είτε με ένα δώρο είτε με κάποια επιβράβευση για τις πράξεις ή τη συμπεριφορά του. Στη γλώσσα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία επιβράβευσης ή κίνητρα που δίνονται στους υπαλλήλους ή τους πελάτες. Στον νομικό τομέα, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε αποζημιώσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια σταθερή συχνότητα χρήσης, αν και παρατηρείται κυρίως σε γραπτές μορφές που αφορούν ειδικευμένους τομείς.
"Οι βραβεύσεις είναι ένας τρόπος να ικανοποιηθεί η προσπάθεια των υπαλλήλων."
"El agradecimiento puede gratificar profundamente a quienes ayudaron."
Το "gratificar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
"Η διεύθυνση πάντα αναζητά να επιβραβεύει την προσπάθεια των εργαζομένων."
"Gratificar a alguien" - Να ευχαριστήσεις κάποιον
"Είναι σημαντικό να ευχαριστούμε τους πελάτες για την πίστη τους."
"Gratificar las expectativas" - Να ικανοποιήσεις τις προσδοκίες
Η λέξη "gratificar" προέρχεται από το λατινικό "gratificare", που σημαίνει "να κάνεις κάτι ευχάριστο για κάποιον", το οποίο είναι από τη ρίζα "gratus", που σημαίνει "ευχάριστος".
Συνώνυμα: - recompensar (ανταμείβω) - agradecer (ευχαριστώ)
Αντώνυμα: - castigar (τιμωρώ) - desagradar (δεν ευχαριστώ)