Gratis είναι επίθετο και χρησιμοποιείται ως επιρρηματική έκφραση.
/ˈɡɾa.tis/
Η λέξη gratis χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι δωρεάν, χωρίς κόστος ή χρέωση. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο σε διαφημιστικά κείμενα ή σε συμφωνίες.
Este producto es gratis si compras otro.
(Αυτό το προϊόν είναι δωρεάν αν αγοράσεις ένα άλλο.)
La entrada al museo es gratis el primer domingo del mes.
(Η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν την πρώτη Κυριακή του μήνα.)
Η λέξη gratis χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως αναφέρονται σε περιπτώσεις όπου οι υπηρεσίες ή τα προϊόντα προσφέρονται δωρεάν.
Lo tomas gratis o lo dejas.
(Το παίρνεις δωρεάν ή το αφήνεις.)
No hay nada gratis en la vida.
(Δεν υπάρχει τίποτα δωρεάν στη ζωή.)
Si quieres patrocinar el evento, habrá publicidad gratis para ti.
(Αν θέλεις να χορηγήσεις το γεγονός, θα υπάρχει δωρεάν διαφήμιση για σένα.)
Η λέξη gratis προέρχεται από τα Λατινικά, με την ίδια μορφή, και χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των Ιταλικών και Γαλλικών, μεταφέροντας την έννοια του "χωρίς κόστος".
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης gratis και της χρήσης της στην Ισπανική γλώσσα.