Επίθετο.
/ˈɡɾato/
Η λέξη "grato" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι ευγνώμον ή ευχαριστημένο από κάτι. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά καλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτές μορφές λόγω του ίδιου του περιεχομένου που συνήθως χαρακτηρίζει αυτή την περιγραφή.
Είμαι πολύ ευγνώμον για τη βοήθειά σου σε αυτό το έργο.
Ella se siente grata por todas las oportunidades que ha tenido.
Η λέξη "grato" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν εκτίμηση ή ευγνωμοσύνη. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Είναι μια ευχάριστη ανάμνηση από την παιδική μου ηλικία.
Siempre será grato saber que tengo amigos que me respaldan.
Θα είναι πάντα ευχάριστο να ξέρω ότι έχω φίλους που με υποστηρίζουν.
Su presencia es grata en nuestra reunión.
Η παρουσία του είναι ευχάριστη στη συνάντησή μας.
Me resulta grato poder ayudarte en lo que necesites.
Η λέξη "grato" προέρχεται από το λατινικό "gratus", το οποίο σημαίνει "ευχάριστος" ή "ευγνώμον".
Συνώνυμα: - Agradecido (ευγνώμον) - Placido (ευχάριστος)
Αντώνυμα: - Desagradable (δυσάρεστος) - Ingrato (αχάριστος)