Η λέξη "gravamen" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gravamen" είναι /ɡɾaˈβament/.
Στα Ισπανικά, η λέξη "gravamen" αναφέρεται γενικά σε κάτι που προστίθεται ως βάρος ή επιβάρυνση, ή σε νομικό πλαίσιο, στην επιβάρυνση που έχει μια υποχρέωση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά κείμενα, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα όταν αναφερόμαστε σε επιβαρύνσεις ή βάρη.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στην νομική ορολογία, ενώ χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
Το βάρος του χρέους ήταν δύσκολο να διαχειριστεί.
El gravamen de la responsabilidad recae sobre el gerente.
Η επιβάρυνση της ευθύνης βαραίνει τον διευθυντή.
En la venta de propiedades, el gravamen se debe tener en cuenta.
Η λέξη "gravamen" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, αλλά είναι λιγότερο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να βρείτε κάποιες εκφράσεις όπως:
Después de la audición, el nuevo actor sufrió un gravamen de crítica negativa.
Cargar con el gravamen - Να κουβαλάς το βάρος
A veces, tenemos que cargar con el gravamen de nuestras decisiones.
El gravamen de la prueba - Η επιβάρυνση της απόδειξης
Η λέξη "gravamen" προέρχεται από το λατινικό "gravamen", που σημαίνει "βάρος" ή "φορτίο". Στη νομική ορολογία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη νομιμοποίηση ενός βάρους ή μιας επιβάρυνσης.
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη χρήση και τις παραλλαγές της λέξης "gravamen" στη γλώσσα Ισπανικά, καθώς και τη σημασία της στους τομείς της οικονομίας και του δικαίου.