Η λέξη "gremial" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gremial" είναι /ɡɾeˈmjal/.
Οι πιθανές μεταφράσεις της λέξης "gremial" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - Συνδικαλιστικός - Επαγγελματικός
Η λέξη "gremial" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε υποθέσεις που σχετίζονται με επαγγελματικές ή συνδικαλιστικές ενώσεις και οργανώσεις. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και επαγγελματικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, εμφανίζεται επίσης, αλλά σε πιο περιορισμένο βαθμό.
Το συνδικάτο κατέθεσε μια συνδικαλιστική αγωγή υπέρ των εργατικών δικαιωμάτων.
La reunión gremial abordó varios temas importantes para los trabajadores.
Η λέξη "gremial" δεν συναντάται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά συνδέεται με πολλές φράσεις που σχετίζονται με το εργατικό κίνημα και τους επαγγελματικούς οργανισμούς. Ακολουθούν παραδείγματα:
Ο συνδικαλιστικός αγώνας είναι θεμελιώδης για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
La organización gremial se reunió para discutir mejoras salariales.
Ο επαγγελματικός οργανισμός συγκεντρώθηκε για να συζητήσει βελτιώσεις στους μισθούς.
Los avances en la legislación gremial han sido significativos en los últimos años.
Η λέξη "gremial" προέρχεται από το γαλλικό "gremial", που αναφέρεται σε γκρούπ ή φορείς που σχετίζονται με μια επαγγελματική δραστηριότητα. Η λέξη έχει τις ρίζες της επίσης από το λατινικό "gremium", που σημαίνει "αγκαλιά" ή "στήριγμα", υποδηλώνοντας μια ένωση ή ομάδα ανθρώπων που υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον.
Συνώνυμα: - Sindical (συνδικαλιστικός) - Profesional (επαγγελματικός)
Αντώνυμα: - Individual (ατομικός) - Aislado (απομονωμένος)