gremio είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈɡɾemjo/
Η λέξη gremio αναφέρεται σε μια ομάδα ή οργάνωση που σχηματίζεται από άτομα που μοιράζονται κοινά επαγγελματικά ή κοινωνικά ενδιαφέροντα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει επαγγελματικές ή συνδικαλιστικές ενώσεις που παρακολουθούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μελών τους. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό, με μια ελαφριά προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε νομικά και επαγγελματικά έγγραφα.
El gremio de arquitectos se reunió para discutir nuevos proyectos.
(Το σωματείο των αρχιτεκτόνων συγκεντρώθηκε για να συζητήσει νέα έργα.)
Hoy se celebrará la asamblea del gremio de trabajadores.
(Σήμερα θα διεξαχθεί η συνέλευση του σωματείου των εργαζομένων.)
El gremio de maestros está luchando por mejores salarios.
(Το σωματείο των δασκάλων αγωνίζεται για καλύτερους μισθούς.)
Η λέξη gremio χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar en el gremio
(Να είσαι στο σωματείο) σημαίνει ότι είσαι μέλος μιας επαγγελματικής ομάδας.
"Es un buen arquitecto, está bien considerado en el gremio."
(Είναι καλός αρχιτέκτονας, έχει καλή φήμη στο σωματείο.)
Gremio unido, jamás será vencido
(Ενωμένο σωματείο, ποτέ δεν θα ηττηθεί) είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να προωθήσει την αλληλεγγύη και τη συνεργασία.
"Los trabajadores deben recordar que 'gremio unido, jamás será vencido'."
(Οι εργαζόμενοι πρέπει να θυμούνται ότι «ενωμένο σωματείο, ποτέ δεν θα ηττηθεί).
Pertenecer al gremio
(Να ανήκεις στο σωματείο) σημαίνει ότι είσαι μέλος μιας επαγγελματικής ή κοινωνικής ομάδας.
"Pertenecer al gremio de artistas le abrió muchas puertas."
(Η ένταξή του στο σωματείο των καλλιτεχνών του άνοιξε πολλές πόρτες.)
Η λέξη gremio προέρχεται από το λατινικό gremium, που σημαίνει "σκαμνί" ή "υποστήριξη", αναφερόμενη στην υποστήριξη των μελών μιας ομάδας ή επαγγελματικής ένωσης.
Συνώνυμα: - sindicato (ονόμηση) - asociación (ένωση) - corporación (εταιρεία)
Αντώνυμα: - separación (χωρισμός) - división (διαίρεση) - aislamiento (απομόνωση)