Η λέξη "gresca" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈɡres.ka/
Η λέξη "gresca" συμβαδίζει με την έννοια της αναταραχής ή του καυγά, και χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση φασαρίας ή σύγκρουσης. Στη γλώσσα των Ισπανών, η "gresca" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει αναλόγως του συμφραζομένου και της περιοχής.
La gresca en la fiesta fue incontrolable.
(Η φασαρία στο πάρτι ήταν ανεξέλεγκτη.)
Siempre hay una gresca cuando ellos se encuentran.
(Πάντα υπάρχει ένας καυγάς όταν συναντώνται αυτοί.)
La gresca entre los vecinos tuvo que ser solucionada por la policía.
(Η αναταραχή μεταξύ των γειτόνων έπρεπε να λυθεί από την αστυνομία.)
Η "gresca" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
No quiero meterme en ninguna gresca hoy.
(Δεν θέλω να μπλέκω σε καμία φασαρία σήμερα.)
Evitar la gresca.
(Να αποφεύγεις τις αναταραχές.)
Es mejor evitar la gresca en el trabajo.
(Είναι καλύτερα να αποφεύγεις τις φασαρίες στη δουλειά.)
Armar una gresca.
(Να προκαλείς μια φασαρία.)
Η λέξη "gresca" προέρχεται από το λατινικό "griscare," που σημαίνει "να απομακρύνω" ή "να αφαιρώ," σχετίζοντας την με αναταραχή ή σύγχυση.