Η λέξη "grey" (ή "gray" στις Ηνωμένες Πολιτείες) είναι επίθετο.
Η λέξη "grey" αναφέρεται σε ένα χρώμα που βρίσκεται μεταξύ του άσπρου και του μαύρου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σκιά ενός χρώματος, συχνά σχετιζόμενη με την απλότητα ή την ουδετερότητα. Στα Ισπανικά, η λέξη είναι "gris".
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται και σε διάφορους τομείς, όπως η μόδα, η τέχνη και η ψυχολογία, συχνά πιο αισθητικά σε γραπτό λόγο. Γενικά, η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, και μπορεί να λέγεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Οι ουρανοί είναι ενός σκούρου γκρι σήμερα.
Ella vistió un abrigo gris para la cena.
Αυτή φορούσε ένα γκρι παλτό για το δείπνο.
El arte abstracto a menudo usa el gris como base.
Η λέξη "grey" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, αλλά ορισμένες έννοιες που συνδέονται με το γκρι περιλαμβάνουν:
Μετάφραση: Μερικές φορές οι κανόνες είναι συγκεχυμένοι και βρισκόμαστε σε μια γκρίζα ζώνη.
Pensar en gris.
Η λέξη "grey" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "grǣg", η οποία προήλθε από τη γερμανική ρίζα "griz". Η χρήση της χρονολογείται από τον μεσαίωνα.
Συνώνυμα: - ασήμαντος - ουδέτερος
Αντώνυμα: - λευκός - μαύρος - χρωματιστός
Η λέξη "grey" είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη και έχει καλλιτεχνική σημασία, ιδίως στη ζωγραφική και το σχέδιο, όπου χρησιμοποιείται για να προσδώσει βάθος και διάσταση.