Η λέξη "grieta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/gɾiˈeta/
Η λέξη "grieta" σημαίνει μια ρωγμή ή σχισμή σε μια επιφάνεια, συχνά χρησιμοποιούμενη για την περιγραφή ελαττωμάτων σε υλικά ή αντικείμενα. μπορεί να αναφέρεται επίσης σε σχισμές που προκύπτουν από φυσικές διαδικασίες (π.χ., ρωγμές σε βράχους ή χώματα). Η χρήση της εμφανίζεται σε καθημερινές συζητήσεις, τεχνικά κείμενα και ακόμα και σε επιστημονικά πλαίσια. Η λέξη "grieta" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο και μπορεί να θεωρηθεί σχετικά συχνή.
La grieta en la pared se está expandiendo.
(Η ρωγμή στον τοίχο επεκτείνεται.)
Hay una grieta en el suelo del parque.
(Υπάρχει μια σχισμή στο έδαφος του πάρκου.)
Η λέξη "grieta" δεν χρησιμοποιείται συχνά ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν μερικές χρήσεις που μπορούν να θεωρηθούν ενδιαφέρουσες:
"Poner el dedo en la grieta"
(Να βάλεις το δάχτυλο στη ρωγμή) – Σημαίνει να επισημάνεις ένα πρόβλημα ή ένα ελάττωμα σε κάτι.
"La grieta entre ellos creció"
(Η ρωγμή ανάμεσά τους μεγάλωσε) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αυξανόμενη απόσταση ή ένταση σε μια σχέση.
"Tratar de tapar la grieta"
(Προσπαθώ να καλύψω τη ρωγμή) – Αναφέρεται στην προσπάθεια κάλυψης ενός προβλήματος ή ενός σφάλματος.
Η λέξη "grieta" προέρχεται από το λατινικό "creta", που σημαίνει "ρωγμή" ή "σχισμή". Ανάγεται στη ρίζα του ρήματος "gerere", που σήμαινε «να φέρει» ή «να φέρνει», υποδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά του σπασίματος ή της ρωγμής.
Συνώνυμα: - Surtido - Rajo - Corte
Αντώνυμα: - Integridad (ακεραιότητα) - Sólido (στέρεο) - Homogeneidad (ομοιογένεια)