Grima είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈɡɾima]
Η λέξη grima αναφέρεται σε μια αίσθηση αηδίας, δυσφορίας ή ανατριχίλας που προκαλείται από κάτι. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει μια φυσική ή συναισθηματική αντίδραση σε κάτι που θεωρείται αποκρουστικό ή ανατριχιαστικό.
Η λέξη είναι συχνά πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε γραπτά κείμενα. Αποτελεί συνηθισμένη επιλογή στην καθημερινή γλώσσα στην Ισπανία και την Λατινική Αμερική, συμπεριλαμβανομένης της Χιλής.
"Me dio grima ver el insecto muerto en el suelo."
(Μου προκάλεσε αηδία να δω το νεκρό έντομο στο πάτωμα.)
"La película tenía escenas que me causaron grima."
(Η ταινία είχε σκηνές που μου προκαλούσαν ανατριχίλα.)
Η λέξη grima χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Παράδειγμα: "Siento grima por las comidas muy extrañas."
(Νιώθω αηδία για τα πολύ περίεργα φαγητά.)
"Le da grima."
(Τον/την προκαλεί ανατριχίλα.)
Παράδειγμα: "A Juan le da grima tocar a los bichos."
(Στον Χουάν τον προκαλεί ανατριχίλα να αγγίζει τα έντομα.)
"Causar grima."
(Προκαλεί αηδία.)
Η λέξη grima προέρχεται από τη μεσαιωνική ισπανική λέξη grimor, η οποία σχετίζεται με την έννοια της αποστροφής ή του δέους.
Συνώνυμα: - asco (αηδία) - repulsión (απώθηση)
Αντώνυμα: - atracción (έλξη) - gusto (ευχαρίστηση)