gripe - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

gripe (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη gripe είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gripe" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈɡri.pe/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η μετάφραση της λέξης "gripe" στα Ελληνικά είναι: - γρίπη

Σημασία της λέξης

Η λέξη "gripe" αναφέρεται σε έναν ιογενή λοιμώδη νόσο που προκαλεί φλεγμονή του αναπνευστικού συστήματος, συνήθως με συμπτώματα όπως πυρετός, βήχας, πονοκέφαλος, κόπωση, και μυϊκοί πόνοι. Είναι πολύ συχνή, ειδικά σε εποχιακές εξάρσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, αν και και στον προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La gripe es muy contagiosa en invierno.
  2. Η γρίπη είναι πολύ μεταδοτική το χειμώνα.

  3. Es importante vacunarse contra la gripe cada año.

  4. Είναι σημαντικό να εμβολιάζεστε κατά της γρίπης κάθε χρόνο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "gripe" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ασθένεια ή την γενική αίσθηση της δυσφορίας.

  1. Tener gripe:
  2. Significado: Να έχεις γρίπη.
  3. Ejemplo: Ella tiene gripe y no puede ir a trabajar.

    • Αυτή έχει γρίπη και δεν μπορεί να πάει στη δουλειά.
  4. Coger la gripe:

  5. Significado: Να κολλήσεις γρίπη.
  6. Ejemplo: Es fácil coger la gripe en lugares cerrados.

    • Είναι εύκολο να κολλήσεις γρίπη σε κλειστούς χώρους.
  7. Pasar la gripe:

  8. Significado: Να περάσει η γρίπη.
  9. Ejemplo: Después de dos semanas, finalmente pasó la gripe.

    • Μετά από δύο εβδομάδες, τελικά πέρασε η γρίπη.
  10. Gripe estacional:

  11. Significado: Εποχιακή γρίπη.
  12. Ejemplo: La gripe estacional suele aparecer en otoño.
    • Η εποχιακή γρίπη συνήθως εμφανίζεται το φθινόπωρο.

Ετυμολογία

Η λέξη "gripe" προέρχεται από την γαλλική λέξη grippe, που σημαίνει γρίπη, και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ασθένεια από τον 18ο αιώνα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024