Η λέξη gripe είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gripe" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈɡri.pe/
Η μετάφραση της λέξης "gripe" στα Ελληνικά είναι: - γρίπη
Η λέξη "gripe" αναφέρεται σε έναν ιογενή λοιμώδη νόσο που προκαλεί φλεγμονή του αναπνευστικού συστήματος, συνήθως με συμπτώματα όπως πυρετός, βήχας, πονοκέφαλος, κόπωση, και μυϊκοί πόνοι. Είναι πολύ συχνή, ειδικά σε εποχιακές εξάρσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, αν και και στον προφορικό.
Η γρίπη είναι πολύ μεταδοτική το χειμώνα.
Es importante vacunarse contra la gripe cada año.
Η λέξη "gripe" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ασθένεια ή την γενική αίσθηση της δυσφορίας.
Ejemplo: Ella tiene gripe y no puede ir a trabajar.
Coger la gripe:
Ejemplo: Es fácil coger la gripe en lugares cerrados.
Pasar la gripe:
Ejemplo: Después de dos semanas, finalmente pasó la gripe.
Gripe estacional:
Η λέξη "gripe" προέρχεται από την γαλλική λέξη grippe, που σημαίνει γρίπη, και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ασθένεια από τον 18ο αιώνα.
Resfriado (που αναφέρεται σε κοινό κρυολόγημα).
Αντώνυμα: