Η λέξη "gris" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gris" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ɡɾis/.
Η λέξη "gris" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "γκρι".
Η λέξη "gris" αναφέρεται στο χρώμα του γκρι, το οποίο είναι μια μεσαία απόχρωση ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται τόσο συχνά στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο. Είναι μια από τις βασικές χρωματικές αναφορές και χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις.
El cielo está gris hoy.
(Ο ουρανός είναι γκρι σήμερα.)
Ella lleva un vestido gris.
(Φοράει ένα γκρι φόρεμα.)
El gato es de color gris.
(Η γάτα είναι γκρι.)
Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "gris":
Ver todo gris
(Να βλέπεις τα πάντα γκρι.)
Αυτό σημαίνει να έχεις μια απαισιόδοξη προοπτική.
La vida no es todo gris
(Η ζωή δεν είναι όλα γκρι.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υπάρχουν και καλές στιγμές στη ζωή.
Pensar en gris
(Να σκέφτεσαι γκρι.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που σκέφτεται με αβεβαιότητα ή δισταγμό.
Η λέξη "gris" προέρχεται από το λατινικό "griseus", που σημαίνει "γκρι", που σχετίζεται με τις αποχρώσεις του γκρι.
Συνώνυμα:
- "plomo" (μόλις)
- "ceniciento" (στάχτη)
Αντώνυμα:
- "blanco" (άσπρο)
- "negro" (μαύρο)