Η λέξη "grit" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "grit" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ɡrɪt/.
Η λέξη "grit" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - νίκη - θάρρος - αποφασιστικότητα - επιμονή
Η λέξη "grit" αναφέρεται στην εσωτερική δύναμη, αποφασιστικότητα και ικανότητα να το παλέψεις, ιδίως σε δύσκολες καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που επιμένει και δεν τα παρατάει παρά τις προκλήσεις. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "grit" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως στον τομέα της ψυχολογίας, της εκπαίδευσης και του αθλητισμού.
Δείξε μεγάλη αποφασιστικότητα κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού.
His grit helped him overcome many challenges in life.
Η επιμονή του τον βοήθησε να ξεπεράσει πολλές προκλήσεις στη ζωή.
Developing grit is essential for success.
Η αποφασιστικότητα να συνεχίσει, παρά τις αναποδιές.
"Sometimes, it takes a bit of grit to chase your dreams."
Κάποιες φορές, χρειάζεται λίγη επιμονή για να κυνηγήσεις τα όνειρά σου.
"She has the grit of a true champion."
Έχει την επιμονή ενός αληθινού πρωταθλητή.
"It’s not just talent; it’s about grit in the face of adversity."
Δεν πρόκειται μόνο για ταλέντο; πρόκειται για αποφασιστικότητα μπροστά στην αντιξοότητα.
"He faced his fears with unyielding grit."
Η λέξη "grit" προέρχεται από τη μεσαία αγγλική λέξη "grit" που σήμαινε αμμουδερός ή κοκκώδης (προερχόμενη πιθανώς από τη λέξη "grit" του παλαιού αγγλικού "grit" που αναφερόταν σε κόκκους ή σωματίδια).
Συνώνυμα: - αποφασιστικότητα - επιμονή - θάρρος
Αντώνυμα: - ατολμία - απογοήτευση - παραίτηση