Grito είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές φωνητικό αλφάβητο): [ˈɡɾito]
Η λέξη grito αναφέρεται σε μια δυνατή ή ξαφνιασμένη φωνή που μπορεί να εκφράσει τρόμο, χαρά, θυμό ή άλλες συναισθηματικές καταστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, "grito" χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις, όπως να περιγράψει τη φωνή ενός ατόμου όταν τρομάζει ή ενθουσιάζεται. Επικρατεί περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
El grito del niño asustó a todos.
Η κραυγή του παιδιού τρόμαξε όλους.
Escuché un grito en la noche.
Άκουσα μια κραυγή τη νύχτα.
Su grito de alegría fue contagioso.
Η κραυγή της χαράς της ήταν μεταδοτική.
Η λέξη grito χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
A grito pelado - Σε υψωμένη φωνή, φανερά.
¡No me grites a grito pelado!
Μη μου φωνάζεις με δυνατή φωνή!
Grito de auxilio - Κραυγή βοήθειας.
Ella lanzó un grito de auxilio cuando cayó.
Αυτή έδωσε μια κραυγή βοήθειας όταν έπεσε.
Grito de guerra - Κραυγή του πολέμου.
La guerra comenzó con un grito de guerra.
Ο πόλεμος ξεκίνησε με μια κραυγή του πολέμου.
A gritos - Με φωνές, σε δημόσιο πεδίο ή σε μεγάφωνα.
Se estaban comunicando a gritos durante la fiesta.
Επικοινωνούσαν με φωνές κατά τη διάρκεια της γιορτής.
Η λέξη grito προέρχεται από το λατινικό "gritum", που σημαίνει "φωνή" ή "κραυγή". Η ρίζα είναι συνδεδεμένη με τη ριζική έννοια του να φωνάζεις ή να εκφράζεσαι δυνατά.
Συνώνυμα: - Voz (φωνή) - Clamor (κραυγή) - Chillido (φωνή ή κραυγή, συχνά χαρούμενη ή σωστή)
Αντώνυμα: - Silencio (σιωπή) - Tranquilidad (ηρεμία) - Serenidad (ηρεμία)