grito - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

grito (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Grito είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές φωνητικό αλφάβητο): [ˈɡɾito]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη grito αναφέρεται σε μια δυνατή ή ξαφνιασμένη φωνή που μπορεί να εκφράσει τρόμο, χαρά, θυμό ή άλλες συναισθηματικές καταστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, "grito" χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις, όπως να περιγράψει τη φωνή ενός ατόμου όταν τρομάζει ή ενθουσιάζεται. Επικρατεί περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El grito del niño asustó a todos.
    Η κραυγή του παιδιού τρόμαξε όλους.

  2. Escuché un grito en la noche.
    Άκουσα μια κραυγή τη νύχτα.

  3. Su grito de alegría fue contagioso.
    Η κραυγή της χαράς της ήταν μεταδοτική.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη grito χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. A grito pelado - Σε υψωμένη φωνή, φανερά.
    ¡No me grites a grito pelado!
    Μη μου φωνάζεις με δυνατή φωνή!

  2. Grito de auxilio - Κραυγή βοήθειας.
    Ella lanzó un grito de auxilio cuando cayó.
    Αυτή έδωσε μια κραυγή βοήθειας όταν έπεσε.

  3. Grito de guerra - Κραυγή του πολέμου.
    La guerra comenzó con un grito de guerra.
    Ο πόλεμος ξεκίνησε με μια κραυγή του πολέμου.

  4. A gritos - Με φωνές, σε δημόσιο πεδίο ή σε μεγάφωνα.
    Se estaban comunicando a gritos durante la fiesta.
    Επικοινωνούσαν με φωνές κατά τη διάρκεια της γιορτής.

Ετυμολογία

Η λέξη grito προέρχεται από το λατινικό "gritum", που σημαίνει "φωνή" ή "κραυγή". Η ρίζα είναι συνδεδεμένη με τη ριζική έννοια του να φωνάζεις ή να εκφράζεσαι δυνατά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Voz (φωνή) - Clamor (κραυγή) - Chillido (φωνή ή κραυγή, συχνά χαρούμενη ή σωστή)

Αντώνυμα: - Silencio (σιωπή) - Tranquilidad (ηρεμία) - Serenidad (ηρεμία)



22-07-2024