Το "grosero" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /ɡɾoˈseɾo/
Η λέξη "grosero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι χονδροειδής ή αγενής. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε συμπεριφορές που θεωρούνται απαράδεκτες ή προσβλητικές. Είναι κοινή στον προφορικό αλλά και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία καταστάσεων.
Él es muy grosero con sus amigos.
(Αυτός είναι πολύ αγενής με τους φίλους του.)
No debes ser grosero al hablar con los demás.
(Δεν πρέπει να είσαι χοντρός όταν μιλάς με τους άλλους.)
Su comportamiento grosero ofendió a todos en la reunión.
(Η αγενής συμπεριφορά του προσέβαλε όλους στη συνάντηση.)
Η λέξη "grosero" εμφανίζεται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
No sea grosero, por favor.
(Μη γίνεσαι αγενής, παρακαλώ.)
Es un comentario grosero para hacer.
(Είναι μια χονδροειδής παρατήρηση για να κάνεις.)
Se ha portado de manera grosera.
(Είναι πολύ χοντροκομμένος στον τρόπο που συμπεριφέρθηκε.)
No tolero la grosería en mi casa.
(Δεν ανέχομαι την αγένεια στο σπίτι μου.)
Su actitud fue grosera desde el principio.
(Η στάση του ήταν χοντροκομμένη από την αρχή.)
Es grosero interrumpir cuando alguien está hablando.
(Είναι αγενές να διακόπτεις όταν κάποιος μιλάει.)
Lo que dijiste fue muy grosero.
(Αυτό που είπες ήταν πολύ χονδροειδές.)
Ella tiene un modo grosero de expresarse.
(Αυτή έχει έναν αγενή τρόπο έκφρασης.)
Η λέξη "grosero" προέρχεται από το λατινικό "grossus", το οποίο σημαίνει "χοντρός" ή "παχύς", και αντικατοπτρίζει την έννοια της αγένειας ή της χονδροειδούς συμπεριφοράς.
Συνώνυμα: - rudo (χοντροκομμένος) - descortés (αγενής) - tosco (τραχύς)
Αντώνυμα: - cortés (ευγενής) - fino (λεπτός) - educado (καλοαναθρεμμένος)