Η λέξη "grotesco" είναι επίθετο.
/ɡɾoˈtes.ko/
Η λέξη "grotesco" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι γελοίο ή παράξενο, συχνά με μια έννοια υπερβολής ή αλλοίωσης μορφής. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μέτρια έως υψηλή συχνότητα.
Οι ζωγραφιές στην ταινία ήταν τόσο γροτέσκες που έκαναν όλους να γελάσουν.
El comportamiento de aquel personaje era completamente grotesco.
Η συμπεριφορά εκείνου του χαρακτήρα ήταν απολύτως γροτέσκα.
La escultura se considera una obra grotesca del arte moderno.
Η λέξη "grotesco" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να τραγουδάς όπως ένας γροτέσκος. (να τραγουδάς πολύ άσχημα)
Es un espectáculo grotesco.
Είναι ένα γροτέσκο θέαμα. (ένα θέαμα που προκαλεί αηδία ή γέλιο)
Un chiste grotesco.
Ένα γροτέσκο ανέκδοτο. (ένα ανέκδοτο που είναι γελοίο ή υπερβολικό)
Un personaje grotesco en la obra.
Ένας γροτέσκος χαρακτήρας στο έργο. (ένας χαρακτήρας με εξωπραγματική ή γελοία φύση)
La situación se volvió grotesca.
Η κατάσταση έγινε γροτέσκα. (η κατάσταση έγινε παράξενη ή γελοία)
Una pantomima grotesca.
Η λέξη "grotesco" προέρχεται από το ιταλικό "grottesco", που είναι συνδεδεμένο με το "grotta" (σπηλιά), δεδομένου ότι πολλές γροτέσκες τέχνες ανακαλύφθηκαν σε σπηλιές και ήταν κρυμμένες, σχηματίζοντας άγνωστες ή αλλοιωμένες μορφές.
Συνώνυμα: - γελοίος - αστείο - υπερβολικό
Αντώνυμα: - όμορφος - κομψός - φυσιολογικός