Gruesa είναι επίθετο.
/ˈɡɾwe.sa/
Η λέξη gruesa σημαίνει "παχύς" ή "χονδρός" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα, ύλες ή ακόμα και ανθρώπους που έχουν μεγάλα πάχη. Σε σχέση με τη συχνότητα χρήσης, το επίθετο "gruesa" χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτό πλαίσιο. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη στη καθημερινή γλώσσα.
La cuerda es gruesa y resistente.
(Η σχοινί είναι παχύ και ανθεκτικό.)
El libro tiene páginas gruesas.
(Το βιβλίο έχει παχιές σελίδες.)
Tienes que comer verduras gruesas para estar saludable.
(Πρέπει να τρως παχιά λαχανικά για να είσαι υγιής.)
Η λέξη gruesa χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer gruesa una cosa.
(Να κάνω κάτι πιο σοβαρό.)
*Η φράση αναφέρεται στην ενίσχυση ενός επιχειρήματος ή της αξίας κάποιου.
Ponerles gruesa a las palabras.
(Να δώσουμε βαρύτητα στις λέξεις.)
*Εννοεί ότι προσπαθούμε να αναδείξουμε τη σημασία των λεγόμενων.
Saber algo al grueso.
(Να ξέρεις κάτι επιφανειακά.)
*Εκφράζει την έννοια της επιφανειακής γνώσης.
Ser grueso en la crítica.
(Να είσαι αυστηρός στην κριτική.)
*Αναφέρεται στο να είσαι πιο έντονος ή αυστηρός στην κριτική κάποιου.
Se siente con mucha gruesa.
(Νιώθει πολύ χοντρός.)
*Αυτή η έκφραση αφορά την αίσθηση ενός ατόμου για το βάρος του.
Η λέξη gruesa προέρχεται από το λατινικό "grossus", που σημαίνει "παχύς" ή "χονδρός". Η εξέλιξη της λέξης από το λατινικό στο ισπανικό περιλαμβάνει τα στάδια φωνητικής απλούστευσης.
Συνώνυμα: - Gordo (χονδρός) - Espeso (παχύρρευστο) - Denso (συμπαγές)
Αντώνυμα: - Delgado (λεπτός) - Fino (λεπτός, λεπτομερής) - Liger (ελαφρύς)