Grueso είναι επίθετο.
/ɡɾwe.so/
Η λέξη grueso αναφέρεται σε κάτι που έχει μεγάλη διάμετρο, πάχος ή βάρος. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φυσικά αντικείμενα που είναι παχιά. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που είναι έντονο ή σοβαρό, όπως στην περίπτωση ενός ήχου ή μιας αναφοράς. Η χρήση του είναι συχνή και στα δύο προφορικά και γραπτά πλαίσια.
El libro es grueso y pesado.
Το βιβλίο είναι παχύ και βαρύ.
Necesito un jarrón grueso para mis flores.
Χρειάζομαι ένα παχύ βάζο για τα λουλούδια μου.
Su abrigo era tan grueso que le protegía del frío.
Το παλτό του ήταν τόσο παχύ που τον προστάτευε από το κρύο.
Η λέξη grueso μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
No debes hacer las cosas a lo grueso si quieres buenos resultados.
Δεν πρέπει να κάνεις τα πράγματα με αγένεια αν θέλεις καλά αποτελέσματα.
Grueso de la cuestión
Η ουσία ή το κύριο ζήτημα.
El grueso de la cuestión es que necesitamos más tiempo.
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο.
A grandes rasgos / A lo grueso
Σε γενικές γραμμές.
Η λέξη grueso προέρχεται από το λατινικό "crŭsus", που σημαίνει "παχύς ή χοντρός".
Συνώνυμα: - Gordo (χοντρός) - Espeso (παχύς, πυκνός)
Αντώνυμα: - Delgado (λεπτός) - Fino (λεπτός, λεπτομερής)