Grupos είναι ουσιαστικό και είναι ο πληθυντικός τύπος της λέξης grupo, που σημαίνει «ομάδα» ή «σύνολο».
Φωνητική μεταγραφή στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA): /ˈɡɾupos/
Η λέξη grupos χρησιμοποιείται για να περιγράψει συλλογές ανθρώπων ή αντικειμένων που έχουν μια κοινή ιδιότητα ή σκοπό. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και επαγγελματικές αναφορές.
Οι μελέτες ομάδες συναντιούνται κάθε Τρίτη.
Existen muchos grupos sociales en la ciudad.
Υπάρχουν πολλές κοινωνικές ομάδες στην πόλη.
Los grupos musicales están de gira este mes.
Η λέξη grupos χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως: 1. Entrar en diferentes grupos. - Μπαίνω σε διάφορες ομάδες. (αναφέρεται σε κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες).
Οι ομάδες συμφερόντων. (αναφέρεται σε ομάδες που εργάζονται για έναν συγκεκριμένο σκοπό).
Formar grupos de trabajo.
Δημιουργία ομάδων εργασίας. (αναφέρεται στους χρήση ομάδων για εργασία ή έργα).
Grupos de apoyo emocional.
Ομάδες συναισθηματικής υποστήριξης. (αναφέρεται σε ομάδες που παρέχουν υποστήριξη).
Dividir en grupos pequeños.
Η λέμμα grupo προέρχεται από το λατινικό gruppus, που σημαίνει "ομάδα" ή "σύνολο", και έχει επηρεαστεί από το γερμανικό Gruppe.
Συνώνυμα: - equipos (ομάδες) - conjuntos (συνόλα)
Αντώνυμα: - individuales (ατομικές) - soledad (μόνωση)
Η λέξη "grupos" εκφράζει την έννοια της συλλογικότητας και καταδεικνύει τη σημασία της συνεργασίας και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των μελών μιας ομάδας.