Το "guajiro" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "guajiro" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ɡwaˈxiɾo/.
Η λέξη "guajiro" αναφέρεται σε κάποιον που προέρχεται από την ύπαιθρο, συνήθως αγρότης ή κάτοικος μιας γεωργικής περιοχής στην Κούβα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους που συνδέονται με την αγροτική ζωή και τις παραδόσεις της υπαίθρου. Επιπλέον, μπορεί να έχει μια ελαφρώς ρομαντική ή νοσταλγική χροιά, αναφέροντας την απλότητα και την παραδοσιακή ζωή.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, καθώς σχετίζεται με τις καθημερινές συζητήσεις που εμπλέκονται στην αγροτική ζωή.
Ο χωρικός καλλιεργεί τη γη του με αγάπη.
En la fiesta, solo los guajiros llevan música tradicional.
Στο φεστιβάλ, μόνο οι χωρικοί φέρνουν παραδοσιακή μουσική.
El guajiro comparte historias de su vida en el campo.
Η λέξη "guajiro" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Guajiro de ciudad"
Αν και είναι από την ύπαιθρο, αυτός ο άνθρωπος ζει στην πόλη.
(Φράση που αναφέρεται σε κάποιον που έχει ρίζες από την επαρχία, αλλά διαμένει σε αστική περιοχή.)
"Siente como un guajiro"
Νιώσε σαν χωρικός.
(Υποδηλώνει την ανάγκη να αγκαλιάσουμε την απλότητα και την ισορροπία της ζωής στην ύπαιθρο.)
"Vive como un guajiro"
Ζήσε όπως ένας χωρικός.
(Δηλώνει την καλή ζωή, τη σύνδεση με τη φύση και τις απλές χαρές.)
Η προέλευση της λέξης "guajiro" είναι αβέβαιη, αλλά συνήθως πιστεύεται ότι προέρχεται από τη γλώσσα Αραγουάκ ή άλλες γλώσσες της Καραϊβικής, που χρησιμοποιούσαν όρους για να αναφερθούν σε ανθρώπους από την ύπαιθρο. Είναι στενά συνδεδεμένη με την κουβανέζικη και λατινοαμερικάνικη κουλτούρα.
Συνώνυμα: - campesino (αγρότης) - rural (αγροτικός)
Αντώνυμα: - citadino (αστικός) - urbano (αστικός)