guala είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈɡwala/
Η λέξη guala αναφέρεται σε έναν τύπο ψαριού που είναι κοινό στον τροπικό και υποτροπικό θαλάσσιο χώρο. Στη λαϊκή γλώσσα, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε έναν τύπο πουλιού ή σε συγκεκριμένα κάγκελα που βρίσκονται σε ψαμώδεις περιοχές.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στις περιοχές της Χιλής και της Βενεζουέλας. Στις χώρες αυτές, συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, καθώς είναι μέρος της λαϊκής ορολογίας.
Οι γουάλες είναι πολύ κοινές στις ακτές της Χιλής.
En Venezuela, la guala se puede encontrar en ríos y lagos.
Ο όρος guala χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, κυρίως για να περιγράψει την ιδέα της αδερφότητας ή του κοινού προορισμού. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Πιο ενωμένοι από μια γουάλα."
"Vamos a encontrarnos como gualas en el río."
"Θα συναντηθούμε όπως οι γουάλες στο ποτάμι."
"Siempre juntos, como gualas en el agua."
Η προέλευση της λέξης guala είναι από τις γλώσσες των ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην ισπανική γλώσσα μέσω της πολιτιστικής επαφής κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας.
Συνώνυμα: - pez (ψάρι) - ave (πουλί)
Αντώνυμα: - terrestre (χλωρίδα)
Η λέξη guala έχει περιορισμένη χρήση ως συνώνυμο για έναν συγκεκριμένο τύπο ψαριού ή ζώου, και γενικά δεν έχει έναν ευρύτερο αντίκτυπο ως αντώνυμο στη γλώσσα.