Το "guardarse" είναι ρήμα.
/phwaɾˈdaɾse/
Το "guardarse" σημαίνει κυρίως να κρατάει κάποιος κάτι για τον εαυτό του ή να συγκρατεί κάτι μέσα του. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό αλλά και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα σε καθημερινές συζητήσεις.
Δεν πρέπει να κρατάς τα συναισθήματά σου μέσα σου.
A veces es bueno guardarse las opiniones.
Το "guardarse" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές από αυτές:
Siempre se guarda algún truco bajo la manga para sus presentaciones.
Guardarse la sorpresa
Decidimos guardarnos la sorpresa para su cumpleaños.
No guardarse nada
Το "guardarse" προέρχεται από το λατινικό "guardare," που σημαίνει "φυλάσσω" ή "προστατεύω."
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τους κύριους τομείς γύρω από τη λέξη "guardarse," παρέχοντας σαφήνεια σχετικά με τη σημασία, τη χρήση και την πολιτιστική της σημασία στη γλώσσα Ισπανικά.