Η λέξη "guardia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈɡwar.ðja/
Η λέξη "guardia" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε άτομα ή ομάδες που έχουν καθήκον να φυλάνε ή να προστατεύουν κάτι, όπως μια περιοχή, ένα κτίριο ή άτομα. Η χρήση της είναι συχνή στο ισπανικό λεξιλόγιο, και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La guardia está en la entrada del edificio.
(Η φρουρά είναι στην είσοδο του κτιρίου.)
Necesitamos más guardias para proteger el evento.
(Χρειαζόμαστε περισσότερους φρουρούς για να προστατέψουμε το γεγονός.)
Η λέξη "guardia" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Hacer guardia
(Να κάνεις υπηρεσία)
Los soldados tienen que hacer guardia por turnos.
(Οι στρατιώτες πρέπει να κάνουν υπηρεσία ανά βάρδιες.)
Estar en guardia
(Να είσαι σε επιφυλακή)
Debemos estar en guardia ante cualquier amenaza.
(Πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή για οποιαδήποτε απειλή.)
Bajar la guardia
(Να κατεβάσεις τη φρουρά)
No podemos bajar la guardia en situaciones de riesgo.
(Δεν μπορούμε να κατεβάσουμε τη φρουρά σε επικίνδυνες καταστάσεις.)
Η λέξη "guardia" προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό "guardie", που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "guardia", που σημαίνει "φυλάκισμα" ή "προστασία".
Συνώνυμα: - vigilancia (επιτήρηση) - custodia (φύλαξη)
Αντώνυμα: - desamparo (αβοήθητη κατάσταση) - negligencia (αμέλεια)