Το "guarnecer" είναι ρήμα.
/gwaɾˈneser/
Η λέξη "guarnecer" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να διακοσμείς ή να περιβάλλεις κάτι, συχνά με την προσθήκη στοιχείων που προσφέρουν προστασία ή ενισχύουν την εμφάνιση. Στη στρατιωτική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στην ενίσχυση εξοπλισμού ή θέσεων.
"El ejército guarnece sus posiciones antes del ataque."
(Ο στρατός διακοσμεί τις θέσεις του πριν από την επίθεση.)
"Para la fiesta, decidí guarnecer la mesa con flores y velas."
(Για το πάρτι, αποφάσισα να διακοσμήσω το τραπέζι με λουλούδια και κεριά.)
Η λέξη "guarnecer" δεν έχει ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες φράσεις και συμφραζόμενα:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον τρόπο με τον οποίο προσθέτουμε ή βελτιώνουμε τις αναμνήσεις μας.
"Guarnecer un discurso con anécdotas"
(Διακοσμώ μια ομιλία με ανεκδοτά.)
Η λέξη "guarnecer" προέρχεται από τη λατινική λέξη "guarnire", που σημαίνει "να καλύπτει" ή "να προστατεύει".
proteger (προστατεύω)
Αντώνυμα: