guerra (ουσιαστικό)
/gˈera/
Η λέξη guerra αναφέρεται σε μια οργανωμένη και συνήθως βίαιη σύγκρουση μεταξύ κρατών, ομάδων ή άλλων οργανισμών. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανικών και μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικές μορφές πολέμου, όπως οι πόλεμοι που χαρακτηρίζονται από στρατιωτικές επιχειρήσεις ή κοινωνικές συγκρούσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και παρατηρείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό.
Ο πόλεμος είχε μεγάλη επίδραση στην ιστορία της χώρας.
Durante la guerra, muchas familias fueron desplazadas.
Ο πόλεμος είναι ένα αναγκαίο κακό.
Estar en guerra con alguien.
Να είσαι σε πόλεμο με κάποιον.
Guerra fría.
Ψυχρός πόλεμος.
Guerra de palabras.
Πόλεμος λέξεων.
Guerra total.
Η λέξη guerra προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό "werre" που σημαίνει "μάχη" ή "σύγκρουση". Οι ρίζες της ενδέχεται να βρίσκονται και στο γερμανικό "werra", που σημαίνει "διαμάχη" ή "σύγκρουση".
Συνώνυμα: - conflicto - batalla - enfrentamiento
Αντώνυμα: - paz - tranquilidad - armonía