Guerrero είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ɡeˈreɾo]
Η λέξη guerrero χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που συμμετέχει σε μάχες ή πολέμους, δηλαδή έναν πολεμιστή. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε ανθρώπους που έχουν αναλάβει ήρωες ρόλους κατά τη διάρκεια συγκρούσεων ή πολέμων. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με ιστορίες πολέμων ή στρατηγικών.
Ο πολεμιστής πολέμησε θαρραλέα στη μάχη.
Los guerreros de la antigüedad eran muy respetados.
Οι πολεμιστές της αρχαιότητας ήταν πολύ σεβαστοί.
El guerrero regresó triunfante a su pueblo.
Η λέξη guerrero μπορεί να περιληφθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτό σημαίνει να είσαι σθεναρός και να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου και τις αξίες σου.
Ser un guerrero de luz.
Αναφέρεται σε κάποιον που μάχεται για το καλό και την αλήθεια.
Cada guerrero tiene su batalla.
Υποδηλώνει ότι ο καθένας έχει τις προκλήσεις του και θα πρέπει να τις αντιμετωπίσει.
Guerrero en la vida.
Η λέξη guerrero προέρχεται από το μεσαίο γαλλικό "guerrier", που σημαίνει "πολεμιστής", και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "bellator", που σημαίνει επίσης πολεμιστής.
Luchador
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη guerrero και την ισπανική γλώσσα, ακολουθώντας τις οδηγίες που δόθηκαν.