Η λέξη "guiado" είναι ένα χρονικό συμμετοχικό (participio) του ρήματος "guiar" που σημαίνει "να καθοδηγώ" στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "guiado" με διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ɡiˈaðo/
Η λέξη "guiado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει καθοδηγηθεί ή οδηγηθεί από κάποιον άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες καταστάσεις όπως εκπαίδευση, τουρισμός, και επαγγελματική καθοδήγηση. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, τόσο γραπτά όσο και προφορικά, αν και οι γραπτές εφαρμογές μπορεί να είναι λίγο πιο συχνές σε τεχνικά ή επίσημα κείμενα.
"Η ομάδα καθοδηγήθηκε από έναν ειδικό στο αντικείμενο."
"Los estudiantes fueron guiados durante la excursión."
"Οι μαθητές καθοδηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκδρομής."
"El proyecto fue guiado por las indicaciones del profesor."
Η λέξη "guiado" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις που σχετίζονται με την καθοδήγηση. Ορισμένες εκφράσεις και προτάσεις είναι:
"Να καθοδηγείστε από την διαίσθηση."
"Ser guiado por la experiencia."
"Να καθοδηγείστε από την εμπειρία."
"Guiado por el sentido común."
"Καθοδηγούμενος από την κοινή λογική."
"Guiar a otros en el camino."
Η λέξη "guiado" προέρχεται από το ρήμα "guiar," που έχει τις ρίζες του στο λατινικό "guidare," το οποίο σήμαινε "να καθοδηγεί."
Συνώνυμα: - dirigido (οδηγούμενος) - conducido (καθοδηγούμενος)
Αντώνυμα: - desorientado (απροσανατολισμένος) - perdido (χαμένος)