Guiri είναι ουσιαστικό.
/ˈɡiri/
Η λέξη guiri χρησιμοποιείται κυρίως στην Ισπανία για να αναφέρεται σε ξένους, ιδιαίτερα σε τουρίστες που προέρχονται από χώρες της Βόρειας Ευρώπης ή του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνήθως έχει μια ελαφρώς χιουμοριστική ή και υποτιμητική χροιά, καθώς συνδέεται συχνά με τη συμπεριφορά των τουριστών. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο και λιγότερο σε γραπτό πλαίσιο.
«Los guiris siempre están tomando el sol en la playa.»
"Οι γκίνι είναι πάντα στον ήλιο στην παραλία."
«Mira a esos guiris, no tienen ni idea de español.»
"Κοίτα αυτούς τους γκίνι, δεν έχουν ιδέα από ισπανικά."
Πολλές φορές, η λέξη guiri μπορεί να χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που αναφέρονται στους τουρίστες ή σε καταστάσεις που αφορούν ξένους:
«Esa tienda es solo para guiris que no saben regatear.»
"Αυτή η κατάστημα είναι μόνο για γκίνι που δεν ξέρουν να παζαρεύουν."
«Los guiris siempre dejan propinas grandes.»
"Οι γκίνι πάντα αφήνουν μεγάλες φιλοδωρίες."
«En verano, los guiris llenan las calles de la ciudad.»
"Το καλοκαίρι, οι γκίνι γεμίζουν τους δρόμους της πόλης."
«No te preocupes por los guiris, ellos solo están de paso.»
"Μην ανησυχείς για τους γκίνι, αυτοί είναι μόνο για λίγο."
Η προέλευση της λέξης guiri είναι ασαφής. Ορισμένες θεωρίες την συνδέουν με το όνομα μιας φράσης από την εθνογραφία που αφορά τους Βάσκους ή το αραγωνικό "guirigay", που σημαίνει "χαμός", αναφερόμενη στη νοητική κατάσταση ενός ξένου που δεν κατανοεί τη γλώσσα ή την κουλτούρα.
Συνώνυμα: - Turista (τουρίστας) - Extranjero (ξένος)
Αντώνυμα: - Local (τοπικός) - Nativo (ντόπιος)