Η λέξη "guisante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "guisante" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ɡiˈsante/.
Η λέξη "guisante" αναφέρεται στο μικρό, στρογγυλό και συνήθως πράσινο φρούτο του φυτού Pisum sativum, που είναι γνωστό ως μπιζέλι. Χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική και την πήξη, είτε ως συστατικό σε πολλές συνταγές είτε ως συνοδευτικό. Στη γλώσσα των Ισπανιών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αν και απαντάται και σε γραπτά κείμενα.
Me gustan mucho los guisantes en la ensalada.
Μ'αρέσουν πολύ τα μπιζέλια στη σαλάτα.
Los guisantes son una buena fuente de proteínas.
Τα μπιζέλια είναι μια καλή πηγή πρωτεϊνών.
Puedes añadir guisantes a la sopa para darle más sabor.
Μπορείς να προσθέσεις μπιζέλια στη σούπα για να της δώσεις περισσότερη γεύση.
Η λέξη "guisante" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν τη λέξη, κυρίως σε περιγραφές ή εκφράσεις που σχετίζονται με την τροφή:
"Es como buscar un guisante en un pajar."
Είναι σαν να ψάχνεις ένα μπιζέλι σε ένα σωρό άχυρα. (σημαίνει ότι κάτι είναι πολύ δύσκολο).
"Tienes que comer tus guisantes si quieres crecer."
Πρέπει να φας τα μπιζέλια σου αν θέλεις να μεγαλώσεις. (Έκφραση για τη σημασία της υγιεινής διατροφής).
Η λέξη "guisante" έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "pisum", που σημαίνει μπιζέλι, και είναι σχετική με την καταγωγή του φυτού.
Συνώνυμα: - chícharo (στην Ισπανία). - arveja (στην Λατινική Αμερική).
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη "guisante", καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένο τύπο τροφής. Ωστόσο, σε μια ευρύτερη μαγειρική έννοια, θα μπορούσαν να αναφερθούν άλλοι τύποι λαχανικών ή φρούτων που δεν είναι μπιζέλια.