Το "guisar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "guisar" είναι /ɡiˈsar/.
Το "guisar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - μαγειρεύω - ετοιμάζω φαγητό
Το "guisar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στη διαδικασία μαγειρέματος, συνήθως αναφερόμενο σε φαγητά που ετοιμάζονται με βράσιμο ή ψήσιμο. Είναι ένα χρησιμοποιούμενο ρήμα κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό στην καθημερινή συνομιλία.
Θα μαγειρέψω μια σούπα για το δείπνο.
Me encanta guisar platos tradicionales.
Μου αρέσει να μαγειρεύω παραδοσιακά πιάτα.
Cuando guiso, siempre sigo la receta al pie de la letra.
Το "guisar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Σημαίνει να προετοιμάζεις κάτι αργά για να ενισχυθούν οι γεύσεις.
Guisar por el placer.
Αναφέρεται στην πράξη του μαγειρέματος ως μέσο ευχαρίστησης και δημιουργίας.
Estar en el guiso.
Σημαίνει να είσαι σε μια κατάσταση που δεν μπορείς να ξεφύγεις ή να αποδεσμευτείς.
No hay mal que por bien no venga, a veces guisar es una forma de sanar.
Η λέξη "guisar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "cōquere", που σημαίνει "μαγειρεύω". Με την πάροδο του χρόνου, εξελίχθηκε στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "guisar" στην ισπανική γλώσσα.