Η λέξη "gula" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gula" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [ˈɡula].
Η λέξη "gula" στα Ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε μια έντονη επιθυμία ή λαχτάρα για φαγητό, και μπορεί επίσης να περιγράφει την απληστία, ιδιαίτερα όσον αφορά τις απολαύσεις ή τις σωματικές ανάγκες. Χρησιμοποιείται συχνά και στην καθημερινή ομιλία, και είναι κοινή σε κοινωνικές συζητήσεις σχετικά με την υγεία ή τη διατροφή.
Η λέξη "gula" θεωρείται πιο συχνά ότι χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, καθώς σχετίζεται με καθημερινές πρακτικές και συναισθήματα.
No puedo resistir la gula cuando veo un postre delicioso.
(Δεν μπορώ να αντισταθώ στη λαχτάρα όταν βλέπω ένα νόστιμο γλυκό.)
La gula es uno de los siete pecados capitales.
(Η απληστία είναι μια από τις επτά θανάσιμες αμαρτίες.)
A veces, la gula nos empuja a comer en exceso.
(Μερικές φορές, η λαχτάρα μας ωθεί να τρώμε υπερβολικά.)
Αυτό αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει με ενθουσιασμό και όρεξη.
Ser víctima de la gula.
(Να είσαι θύμα της απληστίας.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν μπορεί να ελέγξει την επιθυμία του για φαγητό ή άλλες απολαύσεις.
Gula de poder.
(Λαχτάρα για εξουσία.)
Αναφέρεται σε εκείνους που έχουν έντονη επιθυμία για εξουσία ή έλεγχο.
Luchar contra la gula.
(Να πολεμάς κατά της απληστίας.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προσπάθεια να ελέγξεις τις υπερβολικές επιθυμίες σου.
Dejarse llevar por la gula.
(Να παρασυρθείς από την απληστία.)
Η λέξη "gula" προέρχεται από την Λατινική λέξη "gula", που σημαίνει "λαιμός" ή "στόμα", υποδηλώνοντας τη σύνδεση με την κατανάλωση τροφής.
codicia (φιλοχρηματία)
Αντώνυμα: