"Habanero" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aβaˈneɾo/
Η λέξη "habanero" αναφέρεται σε μία από τις πιο καυτερές ποικιλίες πιπεριάς. Οι πιπεριές habanero προέρχονται από το Μεξικό και είναι γνωστές για την έντονη γεύση τους και το υψηλό επίπεδο καψαϊκίνης, που τις καθιστά αρκετά καυτερές. Η χρήση της είναι συχνή στη μαγειρική, ειδικά σε πιάτα με Μεκσικανή και Καραϊβική κουζίνα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο και σε συνταγές, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο.
Me gusta mucho el salsa de habanero.
Μου αρέσει πολύ η σάλσα habanero.
El chile habanero es uno de los más picantes del mundo.
Η πιπεριά habanero είναι μία από τις πιο καυτερές στον κόσμο.
Fue un gran desafío cocinar con habaneros.
Ήταν μια μεγάλη πρόκληση να μαγειρέψω με habaneros.
Η λέξη "habanero" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε φράσεις που περιλαμβάνουν έννοιες καυτές ή προκλητικές.
¡Eso es fuego, como un habanero!
Αυτό είναι φωτιά, όπως μια habanero!
Tienes que añadir un poco de habanero para darle vida a la comida.
Πρέπει να προσθέσεις λίγο habanero για να δώσεις ζωή στο φαγητό.
Esa salsa es tan picante como un habanero.
Αυτή η σάλτσα είναι τόσο καυτερή όσο μια habanero.
Η λέξη "habanero" προέρχεται από το ισπανικό "habanera", που σημαίνει "από την Αβάνα" στη Κούβα. Η πιπεριά αυτή ονομάστηκε έτσι πιθανότατα λόγω της δημοτικότητάς της στην κουβανέζικη κουζίνα.
Συνώνυμα: - chile (τσιλί) - pimiento (πιπέρι)
Αντώνυμα: - dulce (γλυκό) - suave (ήπιο)