Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /aˈβer/
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "haber" χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς, όπως γενική χρήση, οικονομία, εμπόριο, νομικά, στρατιωτικά, βιβλιογραφικά, οικονομικά, αρχαϊκές εκφράσεις, καθώς και στον πληθυντικό.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. No debe haber dudas sobre ese tema. (Δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες γύρω από αυτό το θέμα.) 2. Haber estudiado más habría sido útil. (Να είχες μελετήσει περισσότερο θα ήταν χρήσιμο.)
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "haber" χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα Ισπανικά σε όλους τους τομείς.
Ετυμολογία: Η λέξη "haber" προέρχεται από το λατινικό "habēre".
Συνώνυμα: tener, poseer, contar con
Αντώνυμα: carecer, faltar
Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Haber gato encerrado (να υπάρχει κάτι ύποπτο) 2. Haber nacido con estrella (να έχει κάποιος τύχη) 3. Haberlas, haylas (υπάρχουν, υπάρχουν - απάντηση όταν κάποιος αμφισβητεί την ύπαρξη κάτι)
Αυτές είναι οι πληροφορίες που μπορώ να παρέχω για τη λέξη "haber" στην ισπανική γλώσσα. Εάν έχετε οποιεσδήποτε άλλες ερωτήσεις, μη διστάσετε να τις θέσετε!