Το "haberse" είναι ρήμα και συγκεκριμένα πρόκειται για το αιτιακό τύπο του βοηθητικού ρήματος "haber".
Η φωνητική μεταγραφή του "haberse" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /aβeɾse/.
Ρηματική φράση: "έχω γίνει", "να έχει γίνει", αναφέρεται συνήθως σε ενέργειες που έχουν ολοκληρωθεί ή συμβεί στο παρελθόν.
Η λέξη "haberse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την ανάγκη ή την πιθανότητα για κάτι που έχει συμβεί ή πρέπει να έχει συμβεί. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο που σχετίζεται με τη διάρκεια ή την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά στον γραπτό λόγο όπως σε λογοτεχνία ή επιστημονικά κείμενα.
"Είναι πιθανό ότι αυτός έχει ξεχάσει."
"Debo haberme equivocado en la respuesta."
"Πρέπει να έχω κάνει λάθος στην απάντηση."
"Si hubiera sabido, no me habría molestado en venir."
Το "haberse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις της ισπανικής γλώσσας.
"Τελικά, έχει αποδεχτεί ότι πρέπει να μετακομίσει."
"Haberse dado cuenta"
"Αυτή έχει συνειδητοποιήσει το λάθος της."
"Haberse quedado con la boca abierta"
Η λέξη "haber" προέρχεται από τη λατινική λέξη "habere", που σημαίνει "να έχεις".
Συνώνυμα: "tener" (να έχεις), "poseer" (να κατέχεις).
Αντώνυμα: "perder" (να χάσεις), "dejar" (να αφήσεις).
Αυτή είναι μια συνοπτική παρουσίαση της λέξης "haberse" στην ισπανική γλώσσα και της χρήσης της σε διάφορα συμφραζόμενα.