Η λέξη "habilitado" είναι επίθετο.
/habi.liˈta.ðo/
Η λέξη "habilitado" προέρχεται από το ρήμα "habilitar," που σημαίνει να δίνεται κάποιος δικαίωμα ή ικανότητα να δράσει ή να επιτελέσει κάποιο έργο ή εργασία. Χρησιμοποιείται συνήθως για άτομα που έχουν αποκτήσει την αναγκαία εκπαίδευση, έγκριση ή πιστοποίηση για να πραγματοποιήσουν συγκεκριμένες δραστηριότητες, όπως επαγγελματικά καθήκοντα ή νομικές ενέργειες. Στη γενική χρήση, οι περιπτώσεις όπου αναφέρεται το "habilitado" είναι συχνές και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με μια μικρή πλειοψηφία σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε νομικά ή διοικητικά έγγραφα.
Él es un profesional habilitado para ejercer la medicina.
(Αυτός είναι ένας εξουσιοδοτημένος επαγγελματίας για να ασκεί τη ιατρική.)
La escuela tiene profesores habilitados para enseñar a niños con necesidades especiales.
(Το σχολείο έχει καθηγητές πιστοποιημένους για να διδάσκουν σε παιδιά με ειδικές ανάγκες.)
Necesitamos un notario habilitado para firmar el contrato.
(Χρειαζόμαστε έναν εξουσιοδοτημένο συμβολαιογράφο για να υπογράψει την σύμβαση.)
Η λέξη "habilitado" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Después de completar el curso, estoy habilitado para dar clases.
(Αφού ολοκλήρωσα το μάθημα, είμαι εξουσιοδοτημένος να διδάσκω.)
Habilitar a alguien para que haga algo
(Να εξουσιοδοτήσεις κάποιον να κάνει κάτι)
La empresa habilitó a sus empleados para trabajar desde casa.
(Η εταιρεία εξουσιοδότησε τους υπαλλήλους της να εργάζονται από το σπίτι.)
Proyectos habilitados
(Εξουσιοδοτημένα έργα)
Η λέξη "habilitado" προέρχεται από το ρήμα "habilitar," το οποίο έχει τις ρίζες του από το λατινικό "habilitare," και σημαίνει "να καταστήσεις ικανό" ή "να δώσεις τη δυνατότητα."
Συνώνυμα: - Calificado - Capacitado - Autorizado
Αντώνυμα: - Inhabilitado - Descalificado - No autorizado