Ρήμα
/abitilar/
Η λέξη "habilitar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος καθιστά κάτι ικανό ή ενδεδειγμένο για μια συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία. Αυτό μπορεί να αφορά τη διαδικασία ενεργοποίησης μιας λειτουργίας, την παροχή δικαιωμάτων ή την υποστήριξη κάποιου ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσει έναν ρόλο ή μια αποστολή. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως στα πεδία της νομικής και της τεχνολογίας.
Είναι απαραίτητο να ενεργοποιήσετε τη λειτουργία εξοικονόμησης ενέργειας στη συσκευή.
La empresa decidió habilitar a sus empleados para que puedan trabajar desde casa.
Η λέξη "habilitar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Για να ολοκληρωθεί το έργο, πρέπει να ενεργοποιηθούν όλα τα απαραίτητα εργαλεία.
Habilitar el acceso a la información es fundamental para la transparencia.
Η παροχή πρόσβασης στις πληροφορίες είναι θεμελιώδης για τη διαφάνεια.
La ley habilita a los ciudadanos a reclamar sus derechos.
Ο νόμος εξουσιοδοτεί τους πολίτες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Es importante habilitar el diálogo para resolver los conflictos.
Η λέξη "habilitar" προέρχεται από το λατινικό "habilitare," που σημαίνει "να καταστήσω κατάλληλο ή ικανό."
Συνώνυμα: - autorizar (εξουσιοδοτώ) - capacitar (καταρτίζω) - facilitar (διευκολύνω)
Αντώνυμα: - deshabilitar (αποκλείω, απενεργοποιώ) - impedir (εμποδίζω)
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "habilitar" ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες και κατανοητές!