Η λέξη "habitabilidad" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στα διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /a.bi.ta.βi.liˈðað/
Η λέξη "habitabilidad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός χώρου ή ενός κτιρίου να είναι κατάλληλο προς κατοίκηση ή χρήση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και αρχιτεκτονικά συμφραζόμενα, όπως στη συζήτηση για κτιριακούς κανονισμούς και προδιαγραφές κατασκευής. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στο γραπτό λόγο, όπως σε νόμους και κανονισμούς, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
Η κατοικιμότητα της κατοικίας εκτιμήθηκε πριν από την αγορά.
Las normas de habitabilidad son esenciales para asegurar la calidad de vida.
Οι κανόνες της κατοικιμότητας είναι απαραίτητοι για να εξασφαλίσουν την ποιότητα ζωής.
Un lugar debe cumplir con ciertos requisitos para garantizar su habitabilidad.
Η λέξη "habitabilidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με ορισμένες φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Η κατοικιμότητα ενός χώρου μπορεί να βελτιωθεί με καλές συνθήκες.
Evaluar la habitabilidad es clave en proyectos de urbanismo.
Η εκτίμηση της κατοικιμότητας είναι κλειδί σε έργα αστικής ανάπτυξης.
La habitabilidad de las áreas urbanas ha aumentado con el tiempo.
Η κατοικιμότητα των αστικών περιοχών έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου.
Existen certificados de habitabilidad que garantizan la seguridad de un edificio.
Υπάρχουν πιστοποιητικά κατοικιμότητας που εγγυώνται την ασφάλεια ενός κτιρίου.
La falta de habitabilidad puede ser un problema grave para muchas familias.
Η λέξη "habitabilidad" προέρχεται από το λατινικό "habitabilitas", που σημαίνει "η ικανότητα να κατοικείται", το οποίο πηγάζει από την αμετάφραστη ρίζα "habitare", που σημαίνει "κατοικώ".
Συνώνυμα: - Habitualidad - Acondicionamiento
Αντώνυμα: - Deshabitación - Inhabitabilidad
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "habitabilidad" και τη χρήση της στη γλώσσα των Ισπανικών.