Η λέξη "habitante" είναι ουσιαστικό.
/habiˈtante/
Η λέξη "habitante" αναφέρεται σε ένα άτομο που κατοικεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή, πόλη ή χώρα. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με πληθυσμούς, δημογραφικά στοιχεία και τοπικές κοινωνίες. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έντονη συχνότητα χρήση σε επίσημα κείμενα και στατιστικά δεδομένα.
El habitante de este barrio se queja del ruido.
(Ο κάτοικος αυτής της γειτονιάς παραπονιέται για τον θόρυβο.)
Cada habitante tiene derecho a la educación.
(Κάθε κάτοικος έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση.)
Los habitantes de la ciudad participaron en la celebración.
(Οι κάτοικοι της πόλης συμμετείχαν στη γιορτή.)
Η λέξη "habitante" εμπλέκεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε χρήση που σχετίζεται με την κοινότητα και την ταυτότητα.
Ser un buen habitante de la comunidad es importante para todos.
(Να είσαι καλός κάτοικος της κοινότητας είναι σημαντικό για όλους.)
Los habitantes del lugar se unieron para mejorar su entorno.
(Οι κάτοικοι του τόπου ενώθηκαν για να βελτιώσουν το περιβάλλον τους.)
Cada habitante tiene su propia historia que contar.
(Κάθε κάτοικος έχει τη δική του ιστορία να διηγηθεί.)
Los habitantes de la isla son muy acogedores.
(Οι κάτοικοι του νησιού είναι πολύ φιλόξενοι.)
Un habitante informado es un ciudadano activo.
(Ένας ενημερωμένος κάτοικος είναι ένας ενεργός πολίτης.)
Η λέξη "habitante" προέρχεται από το λατινικό "habitans", που είναι η ενεργητική μετοχή του ρήματος "habitare" που σημαίνει "κατοικώ".
Συνώνυμα:
- residente (κάτοικος)
- poblador (πληθυσμός)
Αντώνυμα:
- forastero (ξένος, αλλότριος)
- visitante (επισκέπτης)