Η λέξη "habitar" στα Ισπανικά σημαίνει "να κατοικεί" ή "να ζει" σε έναν τόπο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα, και είναι αρκετά συχνή και στις δύο μορφές λόγου, προφορικού και γραπτού. Συχνά αναφέρεται στην ύπαρξη ή τη διαμονή ενός ατόμου ή κάποιου οργανισμού σε συγκεκριμένο χώρο.
Los seres humanos habitan en diversas regiones del mundo.
(Οι άνθρωποι κατοικούν σε διάφορες περιοχές του κόσμου.)
Las aves habitan en los árboles del bosque.
(Τα πουλιά ζουν στα δέντρα του δάσους.)
Es importante saber cómo habitar un lugar de manera sostenible.
(Είναι σημαντικό να ξέρουμε πώς να κατοικούμε έναν τόπο με βιώσιμο τρόπο.)
Η λέξη "habitar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Αυτό χρησιμοποιείται για να περιγράψει έντονα συναισθήματα ή σχέσεις.
Habitar un sueño.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει μια έντονη επιθυμία ή φιλοδοξία.
Donde habita el olvido.
Η λέξη "habitar" προέρχεται από το Λατινικό "habitare", που σημαίνει "να κατοικείς" ή "να διαμένεις". Είναι σχετική με άλλες λέξεις που προέρχονται από την ίδια ρίζα, όπως "habitación" (κατοικία) και "habitent" (κατοικούν).
Συνώνυμα: - residir (διαμένω) - morar (πορεύομαι, κατοικώ)
Αντώνυμα: - abandonar (παρατάω) - evacuar (εκκενώνω)