Habitat είναι ουσιαστικό.
/habitɑt/
Η λέξη habitat αναφέρεται στον φυσικό τόπο και τις συνθήκες όπου ζουν και αναπτύσσονται οργανισμοί (ζώα ή φυτά). Χρησιμοποιείται ευρέως στη βιολογία, την οικολογία και τη φύση. Στη γλώσσα των Ισπανών, η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα στις συζητήσεις που σχετίζονται με την οικολογία και τη βιολογία.
Ο βιότοπος των πολικών αρκούδων μειώνεται λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Los científicos están estudiando el hábitat de esta especie en peligro de extinción.
Οι επιστήμονες μελετούν τον βιότοπο αυτού του είδους σε κίνδυνο εξαφάνισης.
Es importante conservar el hábitat natural de los animales.
Η λέξη habitat δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σύνθετες εκφράσεις που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και την οικολογία:
Προστασία του βιότοπου.
Restaurar el hábitat natural.
Αποκατάσταση του φυσικού βιότοπου.
Conservar el hábitat de la fauna.
Διατήρηση του βιότοπου της πανίδας.
Amenaza al hábitat.
Απειλή για τον βιότοπο.
Efecto del hábitat en la biodiversidad.
Η λέξη habitat προέρχεται από τη λατινική λέξη "habitare", που σημαίνει "να κατοικείς".
Συνώνυμα: - Bioma - Ecosistema
Αντώνυμα: - Despoblado (ακατοίκητος χώρος) - Desierto (έρημος)