Το "hablado" είναι ένα ρήμα στη μετοχή του παρελθόντος, συγκεκριμένα η μετοχή του ρήματος "hablar", που σημαίνει "να μιλάει" ή "να συνομιλεί".
Η φωνητική μεταγραφή του "hablado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /aˈβlaðo/
Η λέξη "hablado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει εκφραστεί προφορικά ή μέσω ομιλίας. Έχει θετική χρήση και συνήθως απαντά σε περιλήψεις ή περιγραφές συζητήσεων ή διαλόγων. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται και σε προφορικά και σε γραπτά κείμενα, αν και η παρουσία του σε προφορικά συμφραζόμενα είναι ελαφρώς πιο συχνή.
El español hablado en España es diferente al de Latinoamérica.
(Η προφορική ισπανική στην Ισπανία είναι διαφορετική από αυτή της Λατινικής Αμερικής.)
El lenguaje hablado se entiende mejor en contexto.
(Η προφορική γλώσσα κατανοείται καλύτερα στο πλαίσιο.)
Muchos estudiantes prefieren el inglés hablado a la gramática escrita.
(Πολλοί μαθητές προτιμούν την προφορική αγγλικά από τη γραπτή γραμματική.)
Η λέξη "hablado" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Hablar en plata.
(Να μιλάς καθαρά.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει το να μιλάς με απλότητα και ειλικρίνεια.
Cuento hablado.
(Μυθιστόρημα που λέγεται.)
Αναφέρεται σε μια ιστορία που λέγεται προφορικά αντί να είναι γραμμένη.
Más vale un hablar que mil palabras.
(Καλύτερα να μιλήσεις παρά να πεις χίλιες λέξεις.)
Έχει την έννοια ότι η προφορική επικοινωνία είναι πιο αποτελεσματική από τη συγγραφή.
Hablar sin saber.
(Να μιλάς χωρίς να γνωρίζεις.)
Αναφέρεται σε ανθρώπους που εκφράζουν γνώμες χωρίς να έχουν επαρκή γνώση για το θέμα.
Hablar a los cuatro vientos.
(Να μιλάς σε όλους.)
Σημαίνει ότι κάτι (π.χ. μυστικά) το λένε όλοι ή είναι γνωστό σε όλους.
Hablar por los codos.
(Να μιλάς πολύ.)
Αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή υπερβολικά.
Η λέξη "hablado" προέρχεται από το αρχαίο Ισπανικό ρήμα "hablar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο Λατινικό "fabulari", που σημαίνει "να μιλάει".