Το "hace" είναι ρήμα.
/hɑθe/
Η λέξη "hace" προέρχεται από το ρήμα "hacer", που σημαίνει "κάνω". Χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε στην ολοκλήρωση μιας ενέργειας και μπορεί να δείξει τη χρονική διάρκεια από κάποιο παρελθόν γεγονός. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Κάνει πολύ κρύο σήμερα.
Hace dos años que no lo veo.
Έχουν περάσει δύο χρόνια που δεν τον είδα.
Hace ejercicio todos los días para mantenerse saludable.
Το "hace" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Μερικές από αυτές είναι:
Έχει πολύ καιρό που δεν μιλήσαμε.
¿Qué hace falta?
Τι χρειάζεται;
Hace las cosas a su manera.
Κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο.
No hace falta que vengas.
Δεν χρειάζεται να έρθεις.
Hace buen tiempo.
Η λέξη "hace" προέρχεται από το λατινικό "facere", το οποίο σημαίνει "κάνω" ή "δημιουργώ".
Συνώνυμα: - realiza (κάνει) - ejecuta (εκτελεί)
Αντώνυμα: - deshace (καταστρέφει) - olvida (ξεχνάει)