Η φράση "hace poco" λειτουργεί ως χρονικός προσδιορισμός (adverbial phrase) που αναφέρεται σε ένα πρόσφατο χρονικό διάστημα.
/há.θe ˈpo.ko/
Η φράση "hace poco" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δηλώσει κάτι που συνέβη πρόσφατα ή πριν από λίγο. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή ομιλία, καθώς και σε γραπτά κείμενα. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στην προφορική γλώσσα σε καθημερινές συζητήσεις.
"Hice ejercicio hace poco."
(Έκανα άσκηση πριν λιγάκι.)
"Hablé con ella hace poco."
(Μίλησα μαζί της πρόσφατα.)
"Ellos llegaron a casa hace poco."
(Αυτοί έφτασαν σπίτι πριν από λίγο.)
Η φράση "hace poco" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Hace poco que no te veo."
(Έχει περάσει λίγο καιρό που δεν σε βλέπω.)
"No hace poco que lo supe."
(Δεν το έμαθα πριν πολύ καιρό.)
"Dijo que hace poco tuvo una reunión."
(Είπε ότι πρόσφατα είχε μια συνάντηση.)
"Hace poco, la situación era diferente."
(Πριν λιγάκι, η κατάσταση ήταν διαφορετική.)
"Me acordé de ti hace poco."
(Μου ήρθες στο μυαλό πρόσφατα.)
Η φράση "hace poco" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου το "hace" σημαίνει "κάνει" (σχετικά με τον χρόνο) και το "poco" σημαίνει "λίγο" ή "μικρό".
Συνώνυμα: - reciente (πρόσφατο) - hace un tiempo (πριν από κάποιο καιρό)
Αντώνυμα: - hace mucho (πολύ καιρό πριν) - antiguo (παλιό)