Η λέξη "hacendado" είναι ουσιαστικό.
/haseŋˈðaðo/
Η λέξη "hacendado" αναφέρεται σε άτομο που κατέχει γεωργική ή κτηνοτροφική περιουσία, δηλαδή σε έναν γαιοκτήμονα ή αγρότη. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και γεωργικά συμφραζόμενα, ιδίως σε χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή που έχουν έντονη αγροτική παραγωγή. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στον γραπτό λόγο, σε εκθέσεις ή άρθρα σχετικά με τη γεωργία, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
El hacendado de la región cultiva maíz y trigo.
(Ο γαιοκτήμονας της περιοχής καλλιεργεί καλαμπόκι και σιτάρι.)
Muchos hacendados han decidido diversificar sus cultivos.
(Πολλοί γαιοκτήμονες έχουν αποφασίσει να διαφοροποιήσουν τις καλλιέργειές τους.)
El hacendado tuvo que adaptarse a las nuevas políticas agrícolas.
(Ο γαιοκτήμονας έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες αγροτικές πολιτικές.)
Η λέξη "hacendado" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όμως, μπορεί να προκύψουν κάποιες από τις παρακάτω παραδείγματα που δείχνουν την εννοιολογική χρησιμότητά της:
Es un hacendado que conoce bien la tierra.
(Είναι ένας γαιοκτήμονας που γνωρίζει καλά τη γη.)
Los hacendados deben respetar el medio ambiente.
(Οι γαιοκτήμονες πρέπει να σέβονται το περιβάλλον.)
Ser hacendado implica responsabilidad y trabajo duro.
(Το να είσαι γαιοκτήμονας συνεπάγεται ευθύνη και σκληρή δουλειά.)
En el campo, los hacendados son los pilares de la economía local.
(Στην επαρχία, οι γαιοκτήμονες είναι οι πυλώνες της τοπικής οικονομίας.)
Η λέξη "hacendado" προέρχεται από το ρήμα "hacendar", το οποίο συνδέεται με την έννοια των γεωργικών δραστηριοτήτων και έχει ρίζες στα ισπανικά μέσα του 19ου αιώνα.
Terrateniente (γηιοκτήμονας)
Αντώνυμα: