Hacendoso είναι ένα επίθετο.
/as.enˈdo.so/
Η λέξη "hacendoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ δραστήριος, εργατικός ή που απολαμβάνει να εργάζεται. Συχνά αναφέρεται σε άτομα που είναι γεμάτα ζωντάνια και προθυμία να πραγματοποιούν διάφορες εργασίες. Η χρήση του "hacendoso" είναι πιο συχνή σε προφορικές συνομιλίες, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτό λόγο.
(Αυτός είναι πολύ εργατικός και πάντα βοηθά τους άλλους.)
Las abejorros son insectos hacendosos, siempre trabajando.
(Οι μέλισσες είναι εργατικοί οργανισμοί, πάντα δουλεύοντας.)
Su carácter hacendoso lo lleva a tener éxito en cualquier cosa que emprenda.
Η λέξη "hacendoso" δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που μαρτυρούν την εργατικότητα κάποιου. Ακολουθούν 2-3 παραδείγματα:
(Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να τον σταματήσει, είναι ένας ακούραστος εργατικός.)
El trabajo en equipo es más fácil con personas hacendosas.
(Η ομαδική εργασία είναι πιο εύκολη με εργατικούς ανθρώπους.)
En su casa, siempre se siente el ambiente hacendoso de todos los miembros de la familia.
Η λέξη "hacendoso" προέρχεται από το ουσιαστικό "hacenda", που σημαίνει "εργασία" ή "αγροτική εργασία". Προέρχεται από το ρήμα "hacer", που σημαίνει "να κάνω".
Συνώνυμα: - Laborioso - Diligente - Activo
Αντώνυμα: - Perezoso - Ocioso - Inactivo