hacer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

hacer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική απόδοση

|hacer| |--------| |aˈθer|

Σημασίες

Το ρήμα "hacer" στα ισπανικά σημαίνει "κάνω" ή "πράττω". Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο για να εκφράσει δράση ή δημιουργία.

Συχνότητα και Χρήση

Το ρήμα "hacer" είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ρήματα στα ισπανικά. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Χρόνοι ρήματος

Παραδείγματα

  1. Voy a hacer la compra hoy. (Θα κάνω τα ψώνια σήμερα.)
  2. Háblame cuando puedas hacerlo. (Μιλά μου όταν μπορείς να το κάνεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "hacer" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Hacer caso: Σημαίνει να προσέχει κάποιον.
  2. Να μην κάνεις περίπατο και να μου κάνεις και λίγο καλή παρέα. (Να μην περνάς αδιάφορος και να είσαι και λίγο ευγενικός.)

  3. Hacer la vista gorda: Σημαίνει να κοιτάς αλλού για να μην διορθώσεις μια παραβίαση.

  4. No es buena idea hacer la vista gorda ante la injusticia. (Δεν είναι καλή ιδέα να κοιτάς αλλού μπροστά στην αδικία.)

  5. Hacerse el sueco: Σημαίνει να παριστάνεις πως δεν καταλαβαίνεις κάτι.

  6. Si no quieres contestar, no te hagas el sueco. (Αν δεν θέλεις να απαντήσεις, μην παριστάνεις πως δεν καταλαβαίνεις.)

  7. Hacer la pelota: Σημαίνει να κολακεύεις κάποιον για δικό σου όφελος.

  8. No seas tan obvio intentando hacer la pelota al jefe. (Μην είσαι τόσο προφανής προσπαθώντας να κολακεύεις τον αφεντικό.)

  9. Hacerse de rogar: Σημαίνει να κάνεις τον δύσκολο σε μια κατάσταση όπως σε μια σχέση.

  10. A veces, hacerse de rogar puede ser una buena estrategia para llamar la atención. (Μερικές φορές, το να κάνεις τον δύσκολο μπορεί να είναι καλή στρατηγική για να προσέλκυσεις την προσοχή.)

Ετυμολογία

Το ρήμα "hacer" προέρχεται από τα παλαιά ισπανικά "facer" και "haccer", τα οποία προέρχονται από τα λατινικά "facere" και "agere".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: realizar (κάνω), ejecutar (εκτελώ), llevar a cabo (ολοκληρώνω) Αντώνυμα: deshacer (ανοίγω), desistir (εγκαταλείπω), dejar (αφήνω)